- δυσθέατος
- δυσθέᾱτος , δυσθέατοςill to look onmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσθέατος — δυσθέατος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημη όψη, απαίσιος 2. αυτός που διακρίνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
δυσθέατον — δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on masc/fem acc sg δυσθέᾱτον , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθέατος — κακοθέατος, ον (Α) αυτός που διακρίνεται δύσκολα, δυσθέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θεατός (< θεῶμαι)] … Dictionary of Greek
δυσθεάτου — δυσθεά̱του , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθεάτων — δυσθεά̱των , δυσθέατος ill to look on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέατα — δυσθέᾱτα , δυσθέατος ill to look on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)